- σχολάζουσαν
- σχολάζωto have leisurepres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιμένω — ΝΜΑ 1. μένω, στέκομαι ή κάθομαι κάπου ώσπου να έλθει κάποιος ή κάτι, καρτερώ (α. «θα σέ περιμένω» β. «περιμένω το λεωφορείο» γ. «περιέμενον Τισσαφέρνην οἵ τε Ἕλληνες καὶ ὁ Ἀριαῑος», Ξεν.) 2. αναμένω να μού φέρουν ή να μού στείλουν κάτι (α.… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek